- προγρηγορώ
- -έω, Αβρίσκομαι σε εγρήγορση, αγρυπνώ από πριν.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + γρηγορῶ «βρίσκομαι σε εγρήγορση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεγρηγορώ — έω, Α προγρηγορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγρηγορῶ «βρίσκομαι σε εγρήγορση, μένω άγρυπνος»] … Dictionary of Greek